- ταχυμετρικός
- η , ό[ν] геод. тахеометрический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχυμετρικός — ή, ό, Ν [ταχυμετρία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταχυμετρία 2. αυτός που εκτελείται με ταχύμετρο («ταχυμετρική εργασία»). επίρρ... ταχυμετρικώς και ταχυμετρικά Ν κατά τρόπο ταχυμετρικό, με ταχυμετρία … Dictionary of Greek